- ανέγκαιρος
- (I)-η, -ο1. πρόσφατος2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + έγκαιρος].————————(II)-η, -ο [έγκαιρος]1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek